- προτόνους
- πρότονοιropes from the masthead to the forepart of a shipmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προτονίζω — ΝΑ [πρότονος] ναυτ. στηρίζω, ή ασφαλίζω ιστό με προτόνους αρχ. 1. έλκω, σύρω με προτόνους 2. ανοίγω τα ιστία … Dictionary of Greek
προνεύω — ΝΑ [νεύω] κλίνω, γέρνω προς τα εμπρός νεοελλ. ναυτ. προκαλώ κλίση τών ιστών ιστιοφόρου προς την πλώρη ώσπου να καμφθούν τα επιστήλια σφίγγοντας τους προτόνους … Dictionary of Greek